- επιμεταλλώνω
- επιμετάλλωσα, επιμεταλλώθηκα, επιμεταλλωμένος, μτβ., επικαλύπτω την επιφάνεια αντικειμένου με λεπτό στρώμα πολύτιμου μετάλλου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιμεταλλώνω — καλύπτω την επιφάνεια αντικειμένου με λεπτό στρώμα πολύτιμου μετάλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στον λόγιο τ. επιμεταλλώ μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Αλ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
επιμετάλλωση — Μεταλλική επένδυση για την προστασία μεταλλικών ή μη υλικών και για τη βελτίωση των εξωτερικών χαρακτηριστικών τους. Η ε. εκτελείται με διάφορες μεθόδους: με εμβάπτιση, με ηλεκτρόλυση, με καθοδική ε. Η ε. με εμβάπτιση εφαρμόζεται για την… … Dictionary of Greek